- παρατατικός
- -ή, -ό / παρατατικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [παρατείνω]1. αυτός που παρατείνει, που επιφέρει παράταση ή αυτός που παρατείνεται, που συνεχίζεται2. το αρσ. ως ουσ. ο παρατατικόςγραμμ. παράγωγος από το θέμα τού ενεστώτα χρόνος τού ρήματος, ο οποίος ως προς την ποιότητα τής ενέργειας σημαίνει πράξη συνεχιζόμενη, παρατεινόμενη, και ως προς την χρονική βαθμίδα τοποθετεί την πράξη στο παρελθόναρχ.ο μη πλήρης.επίρρ...παρατατικῶς ΜΑ1. κατά παράταση, παρατεταμένα2. για λίγο χρόνο3. κατά τρόπο παρατατικό, συνεχιζόμενο, μη πλήρη.
Dictionary of Greek. 2013.